terroso - ορισμός. Τι είναι το terroso
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι terroso - ορισμός


terroso         
Sinónimos
adjetivo
terroso         
adj.
Que participa de la naturaleza y propiedades de la tierra.
sust. masc. germanía
Pequeña masa de tierra compacta.
terroso         
terroso, -a (del lat. "terrosus")
1 adj. Con tierra.
2 Semejante a tierra. Se aplica al color que es como el de la tierra. *Ocre.

Βικιπαίδεια

Terroso
El término Terroso puede hacer referencia a:
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για terroso
1. El paisaje cada vez es más terroso, aunque se dulcifica un poco ante la proximidad del Duero.
2. Ambas acepciones le calzan a este páramo de viento terroso, donde viven 600 personas en el pueblo y unas 2.500 en los 13 parajes, que aíslan las nevadas.
3. El brasileño brilló ayer en un encuentro terroso, con mucho músculo y escasa intensidad, en el que se sumaron las amonestaciones y se contaron dos expulsiones sin que se registraran grescas o entradones.
4. Esta vez, sin embargo, la provocación podría pasarle inadvertida al espectador al contemplar la obra más importante de esta doble muestra de su trabajo: 21 módulos antropométricos de idéntica forma geométrica y aspecto terroso dispuestos en las tres salas de la sede principal de Lisson.
Τι είναι terroso - ορισμός